αγρίεμα — το, ατος εκφοβισμός με άγριο τρόπο: Με το αγρίεμα δε θα κάμεις τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριεμάρα — η (πάντοτε με παθητ. σημ.) ο φόβος που νιώθει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, το αγρίεμα, ο αγριεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρίεμα ή αγριεμός] … Dictionary of Greek
άγρεμα — το 1. το αγριέμα* 2. το άγρευμα*(Ι) … Dictionary of Greek
αγριεμός — ο [αγριεύω] το αγρίεμα* … Dictionary of Greek
δείνωση — η (Α δείνωσις) [δεινώ] (ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση αρχ. 1. αγανάκτηση 2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)