αγρίεμα

αγρίεμα
το [αγριεύω]
1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα
2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας
3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός
4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως στο σκοτάδι, στην ερημιά κ.α.
5. (για καιρικές συνθήκες) χειροτέρευση, επιδείνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγρίεμα — το, ατος εκφοβισμός με άγριο τρόπο: Με το αγρίεμα δε θα κάμεις τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριεμάρα — η (πάντοτε με παθητ. σημ.) ο φόβος που νιώθει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, το αγρίεμα, ο αγριεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρίεμα ή αγριεμός] …   Dictionary of Greek

  • άγρεμα — το 1. το αγριέμα* 2. το άγρευμα*(Ι) …   Dictionary of Greek

  • αγριεμός — ο [αγριεύω] το αγρίεμα* …   Dictionary of Greek

  • δείνωση — η (Α δείνωσις) [δεινώ] (ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση αρχ. 1. αγανάκτηση 2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”